Η υπερμετρωπία είναι η διαθλαστική ανωμαλία κατά την οποία οι ακτίνες του φωτός εστιάζονται σε ένα σημείο πίσω από τον αμφιβληστροειδή.
Η υπερμετρωπία τυπικά εμφανίζεται στα νεογέννητα, κατόπιν μειώνεται σταδιακά μέχρι περίπου τον ένα βαθμό σε ηλικία ενός έτους.
Η συχνότητα της υπερμετρώπιας εκτιμάται σε 10-15% στον γενικό πληθυσμό, ενώ η συχνότητα αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας και φτάνει σε ένα ποσοστό μέχρι 40% του γενικού πληθυσμού σε άτομα άνω των 40 ετών. Συχνά η εμφάνιση της υπερμετρωπίας στους ενήλικες οφείλεται σε κόπωση του μηχανισμού της προσαρμογής με την πάροδο της ηλικίας.
Η υπερμετρωπία έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οφθαλμικών παθήσεων όπως το γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
Η διόρθωση της υπερμετρωπίας ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η όραση είναι μειωμένη, και οπωσδήποτε σε περιπτώσεις συγκλίνοντος στραβισμού και ανισομετρωπίας στα παιδιά. Η μη διόρθωση υψηλών αμετρωπιών στη νηπιακή ηλικία οδηγεί σε εμφάνιση αμβλυωπίας.
Η διόρθωση της αμβλυωπίας γίνεται με γυαλιά, φακούς επαφής, laser κερατοειδούς και σε επιλεγμένες περιπτώσεις ένθεση ενδοφθάλμιου ενδοφακού με ή χωρίς αντικατάσταση του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού.